Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
academic /ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός; USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά

GT GD C H L M O
aid /eɪd/ = NOUN: βοήθεια, αρωγός, υπασπιστής; VERB: βοηθώ; USER: ενισχύσεις, βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεων

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attends /əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω; USER: παρευρίσκεται, φοιτά, παρακολουθεί, φροντίζει, συμμετέχει

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
biggest /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος; USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
bustling /ˈbʌs.lɪŋ/ = VERB: σπεώδω πολυασχολώς; USER: πολυσύχναστη, πολύβουη, πολυσύχναστο, πολύβουο, πολυσύχναστου

GT GD C H L M O
busy /ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος; VERB: απασχολώ; USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calendar /ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας; USER: ημερολόγιο, calendar, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
carrying /ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
certificate /səˈtɪf.ɪ.kət/ = NOUN: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πτυχίο; USER: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πιστοποιητικού, πιστοποιητικό που, πιστοποιητικών, πιστοποιητικών

GT GD C H L M O
characteristic /ˌkariktəˈristik/ = ADJECTIVE: χαρακτηριστικός; NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα; USER: χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά

GT GD C H L M O
children /ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά; USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών

GT GD C H L M O
college /ˈkɒl.ɪdʒ/ = NOUN: κολλέγιο, σώμα, σύλλογος, λυκείο; USER: κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου

GT GD C H L M O
completed /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το; USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
completion /kəmˈpliː.ʃən/ = NOUN: συμπλήρωση, ολοκλήρωση, αποπεράτωση, τελειοποίηση, συντέλεση, αποτελείωση; USER: ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκλήρωσης, την ολοκλήρωση, υλοποίηση

GT GD C H L M O
comprehension /ˌkɒm.prɪˈhen.ʃən/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, έννοια, σημασία; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, κατανόησή, κατανόησή

GT GD C H L M O
consequently /ˈkɒn.sɪ.kwənt.li/ = ADVERB: κατά συνέπεια, συνεπώς, επομένως, άρα; USER: κατά συνέπεια, συνεπώς, επομένως, άρα

GT GD C H L M O
considered /kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
cooking /ˈkʊk.ɪŋ/ = NOUN: μαγείρεμα, μαγείρευμα; USER: μαγείρεμα, μαγειρέματος, μαγειρική, το μαγείρεμα, μαγειρικής

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
delays /dɪˈleɪ/ = NOUN: καθυστέρηση, αναβολή, επιβράδυνση, χρονοτριβή, αργοπορία; USER: καθυστερήσεις, καθυστερήσεων, οι καθυστερήσεις, καθυστέρηση, τις καθυστερήσεις

GT GD C H L M O
dependents /dɪˈpen.dənt/ = NOUN: υπηρέτης; USER: εξαρτώμενα, εξαρτώμενα από, εξαρτώμενα μέλη, εξαρτώμενα άτομα, εξαρτώμενα πρόσωπα,

GT GD C H L M O
determining /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: τον προσδιορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμό, καθορισμού, καθορισμό

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
diploma /dɪˈpləʊ.mə/ = NOUN: δίπλωμα, πτυχίο; USER: δίπλωμα, πτυχίο, διπλώματος, πτυχίου, δίπλωμα που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
dormitory /ˈdɔː.mɪ.tər.i/ = NOUN: υπνωτήριο, φεγγίτης, θάλαμος ύπνου, υπνοθάλαμος; USER: κοιτώνα, κοιτώνες, κοιτώνας, εστία

GT GD C H L M O
downloading /ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατέβασμα, λήψη, τη λήψη, κατεβάζοντας, το κατέβασμα

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
eligibility /ˈel.ɪ.dʒə.bl̩/ = NOUN: αιρετότητα, αιρετότης, αρμοδιότητα; USER: επιλεξιμότητας, επιλεξιμότητα, την επιλεξιμότητα, καταλληλότητας, επιλεξιμότητας που

GT GD C H L M O
employment /ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη; USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης

GT GD C H L M O
enrolled /ɪnˈrəʊl/ = VERB: έγγραφο, εγγράφω; USER: εγγράφονται, εγγραφεί, εγγεγραμμένοι, που εγγράφονται, συμμετείχαν

GT GD C H L M O
enrollment /enˈrōlmənt/ = NOUN: εγγραφή; USER: εγγραφή, εγγραφής, εγγραφών, την εγγραφή, εγγραφή τους

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
exercising /ˈek.sə.saɪz/ = VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω; USER: άσκηση, την άσκηση, ασκούν, άσκησης, ασκεί

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
feet /fiːt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο; USER: πόδια, ποδιών, τα πόδια, μέτρα, feet

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
financially /faɪˈnæn.ʃəl/ = USER: οικονομικά, χρηματοδοτικά, οικονομικώς, οικονομική, χρηματοδοτική

GT GD C H L M O
finished /ˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, τετελεσμένος, τέλειος; USER: τελικού, τελικό, τελικών, ετοίμων, τελικά

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
groups /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
helpful /ˈhelp.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, εξυπηρετικός, βοηθητικός, βοηθιτικός; USER: χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο, ήταν χρήσιμη

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
immersed /ɪˈmɜːs/ = VERB: εμβυθίζω, εμβάπτω, βυθίζω, βουτώ; USER: βυθισμένο, βυθίζεται, βυθισμένοι, βυθίζονται, βυθιστεί

GT GD C H L M O
imperative /ɪmˈper.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός; NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση; USER: επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
juggling /ˈdʒʌɡ.lər/ = VERB: ξεγελώ, ταχυδακτυλουργώ, κάνω ταχυδακτυλουργίες, απατώ; USER: juggling, τα juggling, ένα παιχνίδια, κάνοντας ταχυδακτυλουργίες, ταχυδακτυλουργίες

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listening /ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
living /ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος; USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής

GT GD C H L M O
majority /məˈdʒɒr.ə.ti/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα; USER: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
minimally /ˈmɪn.ɪ.məl/ = USER: ελάχιστα, μινιμαλιστική, ελάχιστης

GT GD C H L M O
moderately /ˈmɒd.ər.ət/ = USER: μετρίως, μέτρια, μέτριας, συγκρατημένα, ελαφρά

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
myriad /ˈmɪr.i.əd/ = NOUN: μυριάδα; USER: μυριάδα, μυριάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, πληθώρα

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
november /nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος; USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ

GT GD C H L M O
nowadays /ˈnaʊ.ə.deɪz/ = ADVERB: στην εποχή μας, επί των ημέρων μας, στον καιρό μας; USER: σήμερα, στις μέρες μας, μέρες μας, στις μέρες

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overwhelming /ˌōvərˈ(h)welm/ = ADJECTIVE: αφόρητος, δυσβάσταχτος; NOUN: υπερβάλλων; USER: συντριπτική, συντριπτικό, συντριπτικά, συντριπτικής, εντυπωσιακή

GT GD C H L M O
parent /ˈpeə.rənt/ = NOUN: μητρική εταιρεία, γονεύς, πηγή; USER: μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
purposes /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό

GT GD C H L M O
ranging /rānj/ = VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: κυμαίνονται, που κυμαίνονται, κυμαίνεται, που κυμαίνεται, κυμαινόμενη

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
rely /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί

GT GD C H L M O
responsibilities /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία; USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες

GT GD C H L M O
retention /rɪˈten.ʃən/ = NOUN: κράτηση, μνημονικό; USER: κράτηση, διατήρηση, διατήρησης, κατακράτησης, κατακράτηση

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
saving /ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος; ADJECTIVE: σωτήριος; USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
society /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
spouse /spaʊs/ = NOUN: σύζυγος, σύζηγος; USER: σύζυγος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός

GT GD C H L M O
student /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής; USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
tertiary /ˈtɜː.ʃər.i/ = ADJECTIVE: τριτογενής, τριτοβάθμιος; NOUN: τρίτη γεωλογική περίοδος; USER: τριτογενής, τριτοβάθμια, τριτογενή, τριτοβάθμιας, τριτοταγούς

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
therefore /ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν; USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
transportation /ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση; USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά

GT GD C H L M O
traveling /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδια; ADJECTIVE: οδοιπορικός; USER: ταξίδια, ταξιδεύουν, ταξιδεύετε, που ταξιδεύουν, ταξιδεύει

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
whilst /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ; USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

168 words