Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
academic
/ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός;
USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
GT
GD
C
H
L
M
O
aid
/eɪd/ = NOUN: βοήθεια, αρωγός, υπασπιστής;
VERB: βοηθώ;
USER: ενισχύσεις, βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attends
/əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω;
USER: παρευρίσκεται, φοιτά, παρακολουθεί, φροντίζει, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
biggest
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος;
USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
bustling
/ˈbʌs.lɪŋ/ = VERB: σπεώδω πολυασχολώς;
USER: πολυσύχναστη, πολύβουη, πολυσύχναστο, πολύβουο, πολυσύχναστου
GT
GD
C
H
L
M
O
busy
/ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος;
VERB: απασχολώ;
USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
calendar
/ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας;
USER: ημερολόγιο, calendar, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
carrying
/ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
categories
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία
GT
GD
C
H
L
M
O
certificate
/səˈtɪf.ɪ.kət/ = NOUN: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πτυχίο;
USER: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πιστοποιητικού, πιστοποιητικό που, πιστοποιητικών, πιστοποιητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
characteristic
/ˌkariktəˈristik/ = ADJECTIVE: χαρακτηριστικός;
NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα;
USER: χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
children
/ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά;
USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
college
/ˈkɒl.ɪdʒ/ = NOUN: κολλέγιο, σώμα, σύλλογος, λυκείο;
USER: κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου
GT
GD
C
H
L
M
O
completed
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το;
USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
completely
/kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα;
USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
GT
GD
C
H
L
M
O
completion
/kəmˈpliː.ʃən/ = NOUN: συμπλήρωση, ολοκλήρωση, αποπεράτωση, τελειοποίηση, συντέλεση, αποτελείωση;
USER: ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκλήρωσης, την ολοκλήρωση, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
comprehension
/ˌkɒm.prɪˈhen.ʃən/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, έννοια, σημασία;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, κατανόησή, κατανόησή
GT
GD
C
H
L
M
O
consequently
/ˈkɒn.sɪ.kwənt.li/ = ADVERB: κατά συνέπεια, συνεπώς, επομένως, άρα;
USER: κατά συνέπεια, συνεπώς, επομένως, άρα
GT
GD
C
H
L
M
O
considered
/kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
cooking
/ˈkʊk.ɪŋ/ = NOUN: μαγείρεμα, μαγείρευμα;
USER: μαγείρεμα, μαγειρέματος, μαγειρική, το μαγείρεμα, μαγειρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
delays
/dɪˈleɪ/ = NOUN: καθυστέρηση, αναβολή, επιβράδυνση, χρονοτριβή, αργοπορία;
USER: καθυστερήσεις, καθυστερήσεων, οι καθυστερήσεις, καθυστέρηση, τις καθυστερήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
dependents
/dɪˈpen.dənt/ = NOUN: υπηρέτης;
USER: εξαρτώμενα, εξαρτώμενα από, εξαρτώμενα μέλη, εξαρτώμενα άτομα, εξαρτώμενα πρόσωπα,
GT
GD
C
H
L
M
O
determining
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: τον προσδιορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμό, καθορισμού, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
diploma
/dɪˈpləʊ.mə/ = NOUN: δίπλωμα, πτυχίο;
USER: δίπλωμα, πτυχίο, διπλώματος, πτυχίου, δίπλωμα που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
dormitory
/ˈdɔː.mɪ.tər.i/ = NOUN: υπνωτήριο, φεγγίτης, θάλαμος ύπνου, υπνοθάλαμος;
USER: κοιτώνα, κοιτώνες, κοιτώνας, εστία
GT
GD
C
H
L
M
O
downloading
/ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατέβασμα, λήψη, τη λήψη, κατεβάζοντας, το κατέβασμα
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
eligibility
/ˈel.ɪ.dʒə.bl̩/ = NOUN: αιρετότητα, αιρετότης, αρμοδιότητα;
USER: επιλεξιμότητας, επιλεξιμότητα, την επιλεξιμότητα, καταλληλότητας, επιλεξιμότητας που
GT
GD
C
H
L
M
O
employment
/ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη;
USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
enrolled
/ɪnˈrəʊl/ = VERB: έγγραφο, εγγράφω;
USER: εγγράφονται, εγγραφεί, εγγεγραμμένοι, που εγγράφονται, συμμετείχαν
GT
GD
C
H
L
M
O
enrollment
/enˈrōlmənt/ = NOUN: εγγραφή;
USER: εγγραφή, εγγραφής, εγγραφών, την εγγραφή, εγγραφή τους
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entire
/ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος;
USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
exercising
/ˈek.sə.saɪz/ = VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω;
USER: άσκηση, την άσκηση, ασκούν, άσκησης, ασκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
fall
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
feet
/fiːt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο;
USER: πόδια, ποδιών, τα πόδια, μέτρα, feet
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
financially
/faɪˈnæn.ʃəl/ = USER: οικονομικά, χρηματοδοτικά, οικονομικώς, οικονομική, χρηματοδοτική
GT
GD
C
H
L
M
O
finished
/ˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, τετελεσμένος, τέλειος;
USER: τελικού, τελικό, τελικών, ετοίμων, τελικά
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
groups
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
helpful
/ˈhelp.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, εξυπηρετικός, βοηθητικός, βοηθιτικός;
USER: χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο, ήταν χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
immersed
/ɪˈmɜːs/ = VERB: εμβυθίζω, εμβάπτω, βυθίζω, βουτώ;
USER: βυθισμένο, βυθίζεται, βυθισμένοι, βυθίζονται, βυθιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
imperative
/ɪmˈper.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός;
NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση;
USER: επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
jobs
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
juggling
/ˈdʒʌɡ.lər/ = VERB: ξεγελώ, ταχυδακτυλουργώ, κάνω ταχυδακτυλουργίες, απατώ;
USER: juggling, τα juggling, ένα παιχνίδια, κάνοντας ταχυδακτυλουργίες, ταχυδακτυλουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
listening
/ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
living
/ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος;
USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
majority
/məˈdʒɒr.ə.ti/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα;
USER: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
minimally
/ˈmɪn.ɪ.məl/ = USER: ελάχιστα, μινιμαλιστική, ελάχιστης
GT
GD
C
H
L
M
O
moderately
/ˈmɒd.ər.ət/ = USER: μετρίως, μέτρια, μέτριας, συγκρατημένα, ελαφρά
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
myriad
/ˈmɪr.i.əd/ = NOUN: μυριάδα;
USER: μυριάδα, μυριάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, πληθώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
november
/nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος;
USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
nowadays
/ˈnaʊ.ə.deɪz/ = ADVERB: στην εποχή μας, επί των ημέρων μας, στον καιρό μας;
USER: σήμερα, στις μέρες μας, μέρες μας, στις μέρες
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overwhelming
/ˌōvərˈ(h)welm/ = ADJECTIVE: αφόρητος, δυσβάσταχτος;
NOUN: υπερβάλλων;
USER: συντριπτική, συντριπτικό, συντριπτικά, συντριπτικής, εντυπωσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
parent
/ˈpeə.rənt/ = NOUN: μητρική εταιρεία, γονεύς, πηγή;
USER: μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
purposes
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
ranging
/rānj/ = VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: κυμαίνονται, που κυμαίνονται, κυμαίνεται, που κυμαίνεται, κυμαινόμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
retention
/rɪˈten.ʃən/ = NOUN: κράτηση, μνημονικό;
USER: κράτηση, διατήρηση, διατήρησης, κατακράτησης, κατακράτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
saving
/ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος;
ADJECTIVE: σωτήριος;
USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
society
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
spouse
/spaʊs/ = NOUN: σύζυγος, σύζηγος;
USER: σύζυγος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
GT
GD
C
H
L
M
O
student
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής;
USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή
GT
GD
C
H
L
M
O
students
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος;
USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
tertiary
/ˈtɜː.ʃər.i/ = ADJECTIVE: τριτογενής, τριτοβάθμιος;
NOUN: τρίτη γεωλογική περίοδος;
USER: τριτογενής, τριτοβάθμια, τριτογενή, τριτοβάθμιας, τριτοταγούς
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
therefore
/ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν;
USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
transportation
/ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση;
USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
traveling
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδια;
ADJECTIVE: οδοιπορικός;
USER: ταξίδια, ταξιδεύουν, ταξιδεύετε, που ταξιδεύουν, ταξιδεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
whilst
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ;
USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
168 words